fbpx
16 C
Serres
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
No menu items!

ΑρχικήSTORIESΚάτω από τις στάχτες (του Μάρκου Μπόλαρη)

Κάτω από τις στάχτες (του Μάρκου Μπόλαρη)

Κάτω από τις στάχτες (του Μάρκου Μπόλαρη)

Οι λοιποί λαοί στην Ευρώπη, αφού τέλειωσε ο φοβερός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου ευτελίστηκε κάθε έννοια του ανθρώπου και του πολιτισμού του, οι λοιποί λαοί σηκώσαν τα μανίκια, νικητές και νικημένοι, εξουθενώθηκε ο ναζισμός κι ο φασισμός, σηκώσαν τα μανίκια και πιάσαν να ξαναχτίζουν απ’ την αρχή, να μαζέψουν τα ερείπια βαλθήκαν, να σπείρουν τα χωράφια ξανά αρχίσαν, ένα σταυρό στα μνήματα των σκοτωμένων, όσων τυχερών είχαν μνήμα.

Οι λοιποί λαοί σκύψαν τα κεφάλια και στρωθήκαν στη δουλειά, καινούργιες συμμαχίες τώρα, νέες ξανά διαιρέσεις, οχτροί στα γρήγορα οι μέχρι χτές σύμμαχοι, συμφέροντα πάλι μπροστά, τα συμφέροντα των μεγάλων, τα κέρδη των ισχυρών, κι εμείς, αρχαία κατάρα ή μήπως η παρούσα ανοησία, οι άλλοι λαοί στην ανοικοδόμηση, στην ανασυγκρότηση, στην προάσπιση των συμφερόντων, κι εμείς, λές και δεν έφτανε το γαίμα που χύθηκε, λές και δεν φτάναν οι ήρωες της Αλβανίας, οι πεθαμένοι από πείνα, οι εκτελεσμένοι από Γερμανούς κι Ιταλούς και Βουλγάρους, λες και δεν αρκούσε το τίμημα των νεκρών της Αντίστασης, λες και δεν μπορούσαμε να περιοριστούμε στις καταστροφές της Κατοχής, στους κουκουλοφόρους δοσίλογους και τους Ταγματασφαλίτες, στους παοτζήδες και στους λαδοβούλγαρους, κι οι σημαδεμένοι στα κρεματόρια, στα στρατόπεδα της αναίρεσης, όχι δεν ήταν άνθρωποι αυτοί, κι εδώ, αρχαία, λένε, κατάρα ο εμφύλιος, κι ας έκραζε ο Νίκος ο Καζαντζάκης, αδερφοφάδες, φτάνει, οργή και κατάρα, ανοησία και ιδεοληψία, ενοχές και ερινύες, οι άλλοι πιαστήκαν στην πρόοδο και εμείς στο αλληλοσκότωμα , αισχρόν εστίν και λέγειν, οι Μεγάλοι τάχανε βρεί στη σύσκεψη της Γιάλτας, οι Μεγάλοι είχανε μοιράσει τον κόσμο και τα ποσοστά επιρροής, κι εμείς , στο περιθώριο των εξελίξεων, αλληλοφάγωμα, αδερφοφάδες , χαθήκαν ευκαιρίες, όταν οι άλλοι εισέπρατταν τα οφέλη της όποιας συμμετοχής και θυσίας στον πόλεμο , εμείς τις ξιφολόγχες , ποιός θα καρφώσει τον άλλον, διαίρει και βασίλευε, διαίρει ανοήτους που δεν διδάχτηκαν τίποτες από την ιστορία, στο περιθώριο πάλι των ευρωπαϊκών, τόσες θυσίες , τόσοι αγώνες, τέτοιο έπος στα Βορειοηπειρώτικα βουνά.

Ούτε αποζημιώσεις εισπράξαμε από την Γερμανία για τις καταστροφές, ούτε καν το κατοχικό δάνειο, που στανικώς άρπαξαν απ’ την κακομοίρα την Ελλάδα δεν επιστρέψαν, ηγεσίες και κυβερνήσεις γονυπετείς, καμμιά αξίωση, τόσο γαίμα χυμένο, αρχαία κατάρα , προγονική τίση , τύφλα , τύφλωση, οι ξένοι καραδοκούν κι εμείς , αδερφοφάδες εμείς, κι ο λαός πεινά, κι ο λαός που νίκησε στην Πίνδο γυμνητεύει, κι ο λαός που υπέφερε στην Κατοχή αλληλοσφάζονται, κι ύστερα θα γιομίζει τα τραίνα, μετανάστης, αντί να προσφέρει τα νιάτα του στην έρημη την πατρίδα, αντί να δουλέψουν τα μπράτσα γιά την προκοπή της Ελλάδας, στα ανθρακωρυχεία και τις φάμπρικες της Γερμανίας, την οικονομία και την ανάπτυξη των μέχρι χτές οχτρών, τι φταίν, θα αναρωτηθείς, οι λαοί, μον’ η αλήθεια είναι πως έχουν, ναί, έχουν δικό τους το μερτικό της ευθύνης τους, κι ύστερα , ματωμένοι από το δικό μας αίμα, τα ορφανά και τις χήρες να ταίσουμε δεν μπορούσαμε, γυμνά, ξυπόλυτα, μιά μπουκιά ξεραμένο ψωμί, παιδιά του πολέμου, παιδιά της Κατοχής, παιδιά, αχ!

Παιδιά του αδερφοσκοτωμού, του σπαραγμού από χέρι αδερφικό, κι ήρθε, υποκρισία, έτσι γίνεται, τους ανόητους, τους φανατικούς, τους λυσσασμένους, τους γιαλαντζί ήρωες τους διαχειρίζονται οι φαύλοι, οι πονηροί, οι δόλιοι, κι ύστερα ήρθε η βασίλισσα, Φρειδερίκη, φρίκη την είπαν οι Έλληνες, τα ορφανά τα συμμαζώξει, Βασιλική πρόνοια, τα μυξιάρικα, τα γυμνητεύοντα σε ορφανοτροφεία κι ιδρύματα, έτσι γίνεται, τους οργισμένους κι άμυαλους αδερφοφάδες κάποιος πάντα, νόμος στο διάβα της ιστορία θα τους χειριστεί , θα τους εκμεταλλευτεί, άλλα στα ιδρύματα για ένα πιάτο φαγί, κι άλλα , κοριτσόπουλα στα βαπόρια, υπερωκεάνια τα λέγαν τότες, δουλικά τα στείλαν, για υιοθεσία ή για υπηρέτριες στην Αμερική, πρόνοια , και γαρ, Βασιλική, φιλάνθρωπος …

Έτσι κι η Βασιλική, μωρό δεν μπορείς να πείς, παιδάκι, πόσων χρονών, ποιός να ξέρει, δεν μπόργε να το ταίσει η μάννα, πολύτεκνη, τόδωσε, την Βασιλική στην Βασιλική , την πρόνοια, εννοώ, κι αυτή , της Φρίκης οι εντεταλμένοι, έρμοι αδερφοφάδες, ανέμυαλοι, κι αυτοί στο καράβι την βάλαν , στο υπερωκεάνιο, γιά την Αμερική …
Χάθηκε!

Χρόνους μετά, πόσους , μη ρωτάς πόσους, μια κοπελιά, αμερικανάκι, μεγαλωμένη σε μιά όμορφη αμερικάνικη πόλη των βορειοανατολικών Πολιτειών, σε μιά επαρχιακή πόλη με ανθηρή οικονομία και γνωστό διεθνώς πανεπιστήμιο, μια όμορφοκοπελιά καστανή, μοναχοκόρη, καμάρι του κύρη της και της μάννας της, γυρνώντας απ’ το Λύκειο στο σπίτι , μπήκε στο πολυκατάστημα της γειτονιάς της να εκτελέσει την παραγγελιά της μάννας κι ενώ ψώνιζε, σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι κι έβλεπε , αδιάκριτα έβλεπε, ένα ζευγάρι που ψώνιζε και συνομιλούσε, τι είναι τούτο, άραγες, αναστατώθηκε, τι είναι άραγες τούτο που ακούω, τι φωνές είναι αυτές, τι λέξεις, γιατί με αναστατώνουν, γιατί μιλούν στην ψυχή μου, δεν κρατήθηκε, πήγε κοντά τους, συγγνώμην , τους λέει, στ’ αμερικάνικα, δεν νογούσε άλλη γλώσσα, μ’ αυτήν ανατράφηκε, αυτήν της έμαθε η μάννα κι ο πατέρας της, καλοβασταγμένοι ανθρώποι, έντιμοι αμερικανοί πολίτες, μοναχοκόρη κανακεμένη την είχαν, συγγνώμην, σας ενοχλώ, τι γλώσσα μιλάτε, ελληνικά, τις λέενε, τι είναι αυτά, από την Ελλάδα, απαντούνε, που είναι η Ελλάδα, γιατί ρωτάς, μου μίλησαν στην ψυχή, οι λέξεις μ’ αναστάτωσαν, κάτι μου λένε , πετάρισε η καρδιά μου, ταχυκαρδία μ’ έπιασε, πού είναι η Ελλάδα, πέστε μου, υποψιάστηκαν οι Ρωμιοί.

Έλα της είπαν μιά Κυριακή στην εκκλησιά , ναι , την Ορθόδοξη, ξέρεις, Saint Nikolas, πήγε, ραφή την ραφή, ξήλωσε το πλεκτό, η Dafne ήταν η Βασιλική, βρήκαν τα αρχεία των αμερικανικών αρχών, τα πρωτόκολλα υποδοχής μεταναστών, Elis Island , βρήκαν τα ονόματα των θετών γονιών, την πόλη που ανατράφηκε, ανακάλυψε τα ονόματα των γεννητόρων στην Πελοπόννησο, ματωβαμένος τόπος, οι γονείς που την ανέθρεψαν ευγενείς, δίπλα της στάθηκαν, κι όταν ο Παναγιώτης, μετανάστης κι αυτός , κοντοχωριανός τυχαία κι αυτός , έντιμο και εργατικό παιδί , την ζήτησε σε γάμο, αυτοί , οι θετοί γονείς ανοιχτόκαρδα της παραστάθηκαν, μιά οικογένεια να στήσει, το μωρό που ταξίδεψε με το υπερωκεάνιο, το μωρό που λησμόνησε την μητρική του γλώσσα, το παιδί που καταχώνιασε κάτω από τις στάχτες λέξεις και ονόματα, ρήματα και μετοχές, τραγούδια και παραμύθια, κανακέματα και νανουρίσματα, το παιδί που μιά μόνον λεπτή αύρα άρκεσε για να ξαναφουντώσει μέσα της γλώσσα και πατρίδα, βρήκε απ’ την αρχή γλώσσα και πατρίδα, ρωμιούς και Ρωμιοσύνη , Χριστό κι εκκλησία, ξαναβρήκε τον τρόπο να κάνει τον σταυρό της, να πεί Πάτερ ημών, να ψάλλει τη Υπερμάχω Στρατηγώ, να αναστήσει δική της φαμελιά, να επισκεφτεί τα πατρογονικά της, να φιλήσει το χέρι της μάννας, έρημη μάννα, που την παρέδωσε στην πρόνοια, να παλέψει την ζωή στην ανταγωνιστική αμερικάνικη αγορά, με επιχειρήσεις και αγώνα να αναστήσει τα δικά της βλαστάρια , η Βασιλική!

Κι αν φλυαρώ σήμερα, κι αν σας ζαλίζω με παλιές ιστορίες που ίσως ο Παντελής ο Βούλγαρης, μαζί κι ο Θόδωρος ο Αγγελόπουλος θα μπορούσαν να της παραστήσουν με την τέχνη τους μυθιστορηματικά στο σενάριο και την ποιότητα της τέχνης τους στον κινηματογράφο, ίσως και με την συνδρομή του Ντέιβιντ Κόουτσγουόρθ , που μας χάρισε την όμορφη αμερικανοκαναδέζικη ταινία My big fat Greek wedding , κι αν έπιασα κοντύλι και πίνακα σήμερα για να σκιαγραφήσω, με λίγες φτωχικές λέξεις, τα πάθια ενός λαού κι ενός τόπου, τα παθήματα και τις περιπέτειες των φτωχών και των καταφρονεμένων τούτης της γής, των φτωχών και καταφρονεμένων που γιαυτούς όμως γνοιάζεται ο Ετάζων καρδίας και νεφρούς, κι άν έπιασα κοντύλι την σήμερον ημέρα ν’ αναθιβάνω και να πώ τα κάμαν και τα φέραν μιά κόρη κι ένας άγουρος, καταπώς τραγουδά ο Ρωτόκριτος, είναι γιατί μου ήρθε ένα μήνυμα, την χθές, ένα μήνυμα ηλεκτρονικό πώς την Κυριακή το μνημόσυνο τελείται του γλυκύτατου κυρ Παναγιώτη, που εβάδιζε το δεύτερον ήμισυ της ενάτης δεκαετίας , ανδρός σοφού αμή κι αγωνιστού, μέχρι της τελευταίας πνοής εργαζομένου και μεριμνούντος τόσον τα τε της προσκαίρου όσον και της μετέπειτα πορείας, του κυρ Παναγιώτη που ως επιχειρηματίας είχε αποτραβηχτεί στην εξοχή, τοις ερημικοίς μακαρία ζωή, μαζί με την συμβία του, το μωρό ,λέγω, της Βασιλικής Πρόνοιας, αυτό που ταξίδευσε μοναχούλι υπερατλαντικώς γιά να στεριώσει στην Ελλάδα της Οικουμένης, την Βασιλική, που είχε φυλάξει κάτω απ’ τις στάχτες της ψυχής της, που είχε φυλάξει στο μπαούλο του συνειδητού ή του ασυνειδήτου της τα Άγια και τα Τίμια, ως Κρύφια κι Ατίμητα, την κυρά που γνώρισα στους φοιτητικούς χρόνους, ως μιά ανοιχτή αγκαλιά στην Ρωμέικη Κοινότητα του Άη Γιώργη στο Σικάγο, φορτωμένη ανεπανάληπτες εμπειρίες, πολυτίμητα τζιβαερικά , το πώς τρέπεται η ταλαιπωρία σε ευλογία, δώρα μιάς ζωής πολυκύμαντης, Έλληνες κι αυτοί στ’ ανοιχτά του μέλανος πόντου, γενιά και φύτρα τ’ Οδυσσέα,, γιά να της ευχηθώ σήμερα , εκ βαθέων , γιά την ανάπαυση του συνοδοιπόρου της , ανάπαυση εν Χώρα Ζώντων μετά των δικαίων , αφού κι αυτός , ο κυρ Παναγιώτης, ένας εκ των ερετών στην Ιθακίσια πεντηκόντορο, ο εκλιπών Παναγιώτης , ο κηροπλάστης, ως δίκαιος διάδραμε το στάδιον!

ΥΓ
Ο αμερικανός φωτογράφος David Seymour το 1948 φωτογραφίζει αποστολή του Βασιλικού Ναυτικού της Ελλάδας το οποίο περιμαζεύει ορφανά κι άλλα παιδιά από περιοχές όπου μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος.

*Ο Μάρκος Μπόλαρης είναι πρώην βουλευτής και υπουργός.
Κάτω από τις στάχτες (του Μάρκου Μπόλαρη)
Δείτε επίσης: META MAGAZINO: Διαβάστε το νέο τεύχος
  • Για να μαθαίνετε πάντα όλα τα νέα, κάντε like στη σελίδα μας olanea.gr

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΝΕΑ

- Advertisment -