Κι οι λέξεις σα βότσαλα, λάμπουν στο περιγιάλι… (του Μάρκου Μπόλαρη)
«Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος …» Τούτες τις μέρες , μέσα στο καταχείμωνο, μέσα στις παγωνιές και τους χιονιάδες , κι ύστερα από τις αλκυονίδες μέρες, γιορτάζουμε την Υπαπαντή του Χριστού κι είναι αυτή η γιορτή μια ευφροσύνη, αφού κι ο ήλιος αβυσσοτόκον πέδον επεπόλευσεν, είναι μια παρηγορία, ιδιαίτερα τούτες τις γκρίζες μέρες που βιώνουμε στον δημόσιο χώρο!
Την χαίρομαι ξεχωριστά τούτη την μέρα, που έρχεται μπαίνοντας ο Φλεβάρης , ο Φλεβάρης που ακόμη κι αν φλεβίσει … τα ζουμπούλια και τα μανουσάκια πάλιν θ΄ ανθίσουν, και πάλιν θα ευωδιάσουν τις αυλές μας, την χαίρομαι ξέχωρα την Υπαπαντή, καθώς τα γράμματα και οι ωδές και ο κανόνας που ψάλλουμε στην εκκλησιά αυτή τη μέρα είναι ποίηση ευωδιαστή , τροπάρια και στίχοι μυρωμένοι, γραμμένοι διά χειρός ενός μέγιστου ποιητή της ελληνίδος γλώσσας , του Κοσμά του ποιητή, ο οποίος ήταν Επίσκοπος Μαιουμά της Συρίας.
Κι είναι ο Κανόνας της γιορτής αυτής , γιορτής που είναι προάγγελος της άνοιξης, Κανόνας ως φωνή υδάτων πολλών, ως μουσική τερπνή που μας έρχεται από τους αιώνες:
«Ρανάτωσαν ύδωρ νεφέλαι, ήλιος εν νεφέλη γαρ κούφη, εποχούμενος ακηράτοις ωλέναις, Χριστός εν ναώ ως βρέφος …»
Πανοσιολογιώτατε Άγιε Πρωτοσύγκελλε,
η εισαγωγική μου αυτή αναφορά, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ξέσπασμα καρδιάς για την ωραιότητα της Υπαπαντής , για την ωραιότητα της ποίησης, για την ακατάληπτη μαγεία της γλώσσας μας, αφού σε τούτη την σημερινή σύναξη στην Ξάνθη, σύναξη αγαπώντων το κάλλος, την τέχνη του λόγου, προσήλθα έχων κατά νούν δυό λόγους να ειπώ για την διαχρονικότητα της ιστορίας , την διαχρονία των Ελλήνων, για τα παλέσματα του Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια, και για την πολυτίμητη γλώσσα , που μας παρέδωκε ογέρο Όμηρος, ο γενάρχης αυτός των Ελλήνων, ώστε να πορευτούμε με αξιοπρέπεια στις θάλασσες και τις φουρτούνες της ιστορίας!
«Συνέσει ταθέντες ουρανοί ευφράνθητε , αγάλλου δε η γή…», κελαηδεί ο αοιδός της εορτής Κοσμάς, κι εγώ σπεύδω, να σας εξομολογηθώ πώς από μικρός , ξυπόλυτος, μ΄ένα ψαθί στο κεφάλι, τριγύριζα στο ακροθαλάσσι, στην Λήμνο, εδώ καταντικρύς από την Θράκη, βότσαλα να μαζέψω και κοχύλια, βότσαλα λογιώ λογιώ, ασπριδερά και γκρίζα με αποχρώσεις, γκρίζες από το βαθύ μολυβί μέχρι το απαλό σταχτί, κόκκινα της πορφύρας και ρόζ, βαθειά βυσσινί και μαυριδερά, πρασινωπά και λαδερά, γαλαζωπά και μαβιά, της λάβας του ηφαιστείου χρώματα,κι όλα , βότσαλα λειασμένα από την νυχθήμερη τριβή, βότσαλα στρογγυλεμένα από το αέναο παιχνίδι και τα ερωτικά αγκαλιάσματα με τα κύματα τις αγαπητικές περιπτύξεις με τους θαλασσινούς αφρούς.
Σαν πέρασε όμως καιρός, καθώς αρμυρισμένος αλήτευα παρά θίν΄ αλός, νόησα πώς, ίδια κι όμοια με τα χρωματιστά βότσαλα στο γιαλό, όμοια με τα λειασμένα βότσαλα στην αμμούδα της παραλίας, λογιώ λογιώ πετρώματα, λογιώ λογιώ χρώματα, φινετσάτο υλικό για τις ψηφίδες των καλλιτεχνημάτων, ίδια κι όμοια είναι οι λέξεις!
Ναι, έτσι είναι κι αυτές! Από πολύτιμα μέταλλα κομμένες, χρυσαφιές άλλες κι άλλες αργυρές, σμαραγδένιες πάλιν κάποιες ή ρουμπίνια ατόφια, από λευκόχρυσο κάποιες ή κι από μαργαριτάρια, οι λέξεις , οι λέξεις σαν τα βότσαλα, λογιώ λογιώ , στις αμμουδιές των αιώνων, να μάχονται με τα κύματα των καιρών και των χρόνων, οι λέξεις , σαν ψηφίδες, που συνάζονται και φτιάχνουν κοσμήματα, σαν να λέμε ποιήματα, οι λέξεις που παρατάσσονται και γίνονται δακτυλίδια και σκουλαρίκια, σαν να λέγαμε, στίχους και διηγήματα, ή πάλιν , νουβέλες και μυθιστορήματα οι λέξεις που λειαίονται από την τριβή του χρόνου, μα από το ίδιο πάντα νταμάρι μαρτυρούν πώς είναι, οι λέξεις , α ! ναι,
το ακριβότερο και πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο!
Αλήθεια, Σκεφτείτε το ! Μια λέξη μας ξεχωρίζει σαν ανθρώπινο γένος από τα λοιπά όμορφα πλάσματα του ζωικού βασιλείου ! Μια λέξη, δυό λέξεις, ο λόγος, η γλώσσα, η συνεννόηση, οι ανάγκες, κι ύστερα , η πόλις , οι πολίτες, η ποίηση, το θέατρο, η μνήμη, η ιστορία, ο πολιτισμός! Λέω , λοιπόν, ισχυρίζομαι, πώς είναι μέγιστο προνόμιο, μοναδικό προνόμιο,
να θαλασσομάχεται ένα καράβι στις τρικυμίες των αιώνων, ένα καράβι , κυριολεκτώντας ένας λαός σαν καράβι, καταπώς μας τον δίδαξε ο Όμηρος, ένα πανί κι ένα κουπί, ο Οδυσσέας της Ιθάκης, στον πηγαιμό για την Ιθάκη, κι άς συναπαντήσει στο διάβα του Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες κι άς τον καρτερά στη στενωσιά η Σκύλα και η Χάρυβδη, μονάκριβο προνόμιο, μέσα στην κοσμοχαλασιά των αιώνων, να τραγουδά ένας λαός με τις ίδιες λέξεις τον ουρανό και την θάλασσα, με τις λέξεις του Αρχίλοχου απ΄ την Πάρο,
με τα βότσαλα της Σαπφούς από την Λέσβο, να τραγουδά ένας λαός, τα αστέρια και τα σύννεφα, τον ήλιο και τους αστέρες και να χρησιμοποιεί στο τραγούδι του τις ίδιες λέξεις ,
ίδιες κι απαράλλαχτες λέξεις οι περισσότερες , κι άλλες πάλιν λειασμένες από την τριβή στην αμμούδα της πολυκαιρίας, μα από το ίδιο πολυτίμητο νταμάρι κομμένες, μονάκριβο προνόμιο να ταξιδεύουμε στους ανέμους της Ιστορίας , κι άς είναι το σκαρί μας τρελλοβάπορο, καταπώς τραγουδά ο Οδυσσέας του Αιγαίου, χρόνους μας ταξιδεύει δεν βουλιάξαμε, χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε, τι προνομία απερίγραπτη η γλώσσα μας στις αμμουδιές του Αισχύλου και του Σοφοκλή, του Αριστοτέλη και του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη και του Πλάτωνα, κι οι λέξεις σα βότσαλα, να, λάμπουν στο περιγιάλι «τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο, η θάλασσα να κυματίζει», συμπληρώνει ο Σμυρνιός Γιώργος Σεφέρης, ο Σεφέρης της Μικρασίας, «χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσε ποτέ»,
ψάλλει ο Κοσμάς Μαιουμά, ο πιο Έλληνας απ΄ τους Έλληνες Συριάνος , των Σελευκιδών γόνος, της κλεινής Αντιόχειας , «λαώ πεζοποντοπορούντι», πολυτίμητο προνόμιο τούτη η γλώσσα, τι λέω πολυτίμητο, ατίμητο προνόμιο είναι, αρχαίο πλούτος, αρίφνητο πλούτος, μοναδική λαμπαδηφορία η Ελληνίδα γλώσσα κι εμείς ανάξιοι λαμπαδηφόροι!
Τέτοιους λογισμούς είχα κι έχω στην κεφαλή μου, ήμουν μια φορά προσκοπάκι και μου άρεσε στο δάσος να ιχνηλατώ τα πατήματα του λαγού και της αλεπούς, τέτοιους λογισμούς είχα κι έχω και καταπιάστηκα να γράφω, μέσα από τα μικρά κι ασήμαντα, σαν τα πατήματα του λαγού στην άκρη στο ρυάκι που κατέβηκε να πιεί νερό, από τα μικρά που δεν τους δίνουν σημασία οι σοφοί του αιώνος τούτου, για να ιχνηλατήσω τις διαδρομές στο διάβα των αιώνων, των Αχαιών και των Αργείων , που πορθήσαν την Τροία, των Ελλήνων , που φυλάξαν τις Θερμοπύλες και ναυμαχήσαν στην Σαλαμίνα, του Αλέξανδρου και των Ελλήνων πλην Λακεδαιμονίων στην Ασία, τα αχνάρια των ποιητών να ξαναπιάσω και των ιστορικών, στου θεάτρου να καθίσω τις κερκίδες, με τους Πτολεμαίους να περιδιαβώ την Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, με τους Σελευκίδες την λαμπρή Αντιόχεια, την Αθήνα της Ανατολής, την πατρίδα του Χρυσοστόμου, κι με τον Αρχιμήδη στις Συρακούσες και τους Θούριους να διαβώ της Σικελίας.
Τι διαδρομή αυτή, Οι λέξεις να λάμπουν στον ήλιο, Ο Παύλος στην Αθήνα, κι ο Βασίλειος μετά συν Γρηγορίω, Ο Παύλος , Ρωμαίος πολίτης ο ίδιος, γράφει επιστολή στους Ρωμαίους μα στην Ελληνίδα γλώσσα την γράφει, δύσκολη υπόθεση η ιχνηλασία, πολλαπλά τα ίχνη,
ίχνη το ένα πάνω στ΄ άλλο στην αμμούδα του χρόνου, ναοί και τείχη, κολώνες και κιονόκρανα, ναοί στο σχήμα τ΄ουρανού, σπαράγματα μάρμαρα , αγγεία κεραμικά, αγάλματα, σπαράγματα λέξεων, μα και λαοί και βάρβαροι, εισβολές και πολιορκίες, αλώσεις , δηώσεις και καταστροφές, ο Οδυσσέας ναυαγεί στις θάλασσες των καιρών πάλιν και πάλιν,
θρίαμβοι και πτώσεις , νίκες και συντριβές, μα η πορεία συνεχίζεται, και να στην Πόλη του Κωνσταντίνου, να η Μεγάλη Εκκλησία, της του Θεού Σοφιάς , του Χριστού η εκκλησία,
του Λόγου που ενανθρωπίζει, ο Λόγος που σάρξ γίνεται, κι όλο το θαύμα της Θείας Οικονομίας με την Ελληνίδα γλώσσα αποτυπώνεται , ο Ρωμανός ο Μελωδός κι ο Ιωάννης από την Δαμασκό, της ελληνίδας γλώσσας πρωτομάστορες, δεν έχει τελειωμό το ταξίδι του Οδυσσέα, δεν έχει τελειωμό η ιχνηλασία για τους εραστές του κάλλους, ιχνηλατείται άραγες το φώς, ή μήπως χαρίζεται, φώτισόν μου το σκότος, δέεται ο Παλαμάς, κι ο Πανσέληνος, με νωπογραφίες , τούτο το Φώς εξεικονίζει αξεπέραστα στο Πρωτάτο στ΄ Αγιονόρος, κι Θεόδωρος Μετοχίτης γνοιάζεται για την κορύφωση της τέχνης του ψηφιδωτού στην Μονή της Χώρας ενώ Παλαιολόγοι και Καντακουζηνοί σε εμφύλιο έχουν πιαστεί, οι σύντροφοι του Οδυσσέα ξανανοίξαν τους ασκούς του αιόλου, γιαυτό η Ρωμανία έπεσεν η Ρωμανία πάρθεν
όμως ο Γεννάδιος πρώτος της εν Αιχμαλωσία Εκκλησίας Πατριάρχης την πορεία του Γένους τροχιοδρομεί για το διάβα της ερήμου , ως ο Μωυσής ποτέ, κι είναι μετά ο Κύριλλος Λούκαρις, συνεπικουρούμενος από τον Δαμασκηνό της Ρενδίνης, τον Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Κοσμά τον Αιτωλό , τον Νήφωνα Κωνσταντινουπόλεως, τους τραγουδιστάδες του δημοτικού τραγουδιού, τον Βιντσέντζο Κορνάρο του Ερωτόκριτου, τους μαντιναδολόγους, τους ντουγραματζήδες και τους ταλιαδώρους που σκαλίζουν ξύλα για τέμπλους , τους τεχνίτες που το ασήμι πλέκαν για να ωραίσουν τις εκκλησιές, καντήλες και τετραβάγγελα, τη ταπεινώσει τα υψηλά η πορεία, τη πτωχεία τα πλούσια, την Ωραιότητα ψάλλοντες, θαλασσοπνιγμένοι στα πέλαγα, του Ομήρου αγγόνια, στην Βενετιά και την Οδησσό μια φορά, στην Βιέννα και το Λιβόρνο, αποκούμπι για να παίρνουν ανάσες, βιβλία να τυπώσουν, μέχρι τον Κάλβο και τον Σολωμό, μέχρι τον Φερραίο τον Ρήγα κι ύστερα τον Μακρυγιάννη, δεν είμαστε στο εγώ , στο εμείς είμαστε τώρα, να συναχτούμε για ένα σκοπό,
σημασία έχει ο ορίζοντας , αδέρφια, σημασία έχει η ευρυχωρία του ορίζοντα, δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες, το αίσθημα της θλίψης , το αίσθημα που μας συνθλίβει, στενοχωρία το ονόμασαν , στενός ο χώρος, σ΄αντίθεση με τον πλατυσμό, την ανοιχτωσιά, την μεγαλοκαρδία, εν θλίψει επλάτυνάς με, λέει ο Δαβίδ, στην Νέα Υόρκη, σήμερα, στο Σικάγο, στην Μελβούρνη, στο Σίδνευ, στην Στουτγκάρδη και την Λόντρα, των Ελλήνων οι Κοινότητες κάνουν άλλο γαλαξία, σημασία έχει ο ορίζοντας, σημασία έχει το κοίταγμα της θαλασσινής πλατυχωρίας, το κοίταγμα των καιρών, των αιώνων, σημασία έχουν τα λειασμένα βότσαλα, οι λέξεις , θέλω να πώ, της ελληνίδας γλώσσας, ο Καβάφης από την Αλεξάνδρεια και ο Παπαδιαμάντης από την Σκιάθο, ο Καζαντζάκης απ΄ τον Ψηλορείτη που αναφορά γράφει στον Γκρέκο, ο Γεράσιμος ο Υμνογράφος απ΄ την Βόρεια Ήπειρο, κι ο κυρ Φώτης ο Κόντογλους απ΄τ΄ Αιβαλή , παρέα με τον Ηλία Βενέζη , ο Χατζιδάκης από την Ξάνθη κι ο Θεοδωράκης των Χανίων γόνος, έγνοια να έχουμε χρειάζεται αδέρφια,
μην η Κίρκη μας τρέψει σε χοίρους, έγνοια να έχουμε μην μας πλανήσουν στην χώρα των Λωτοφάγων το νού μας σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς, μην στα ανάκτορα της χλιδής μιάς Καλυψώς ξεχαστούμε μην ξεμείνουμε στην μέση μην χάσουμε το νόστιμον ήμαρ η Ιθάκη δεν μας γέλασε, το ταξίδι μας χαρίζει , πρόκληση το ταξίδι, πλούτος οι λέξεις, αρίφνητος πλούτος, βότσαλα που λάμπουν στο ακρογιάλι , στις αμμουδιές του Αιγαίου, της Μεσόγειος, του κόσμου, κι εμείς λαμπαδηφορούντες στους αιώνες, ιχνηλατούντες στους καιρούς τα σπαράγματα, ψηφίδες συνάζοντες στο περιγιάλι, αρμενάκια κι ερέτες στην πεντηκόντορο του Οδυσσέα, έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα, παντοτινό, τον ήλιο της δικαιοσύνης τον νοητό, τον ήλιο τον ηλιάτορα!
*Ο Μάρκος Μπόλαρης είναι πρώην βουλευτής και υπουργός.
Κι οι λέξεις σα βότσαλα, λάμπουν στο περιγιάλι… (του Μάρκου Μπόλαρη)
Δείτε επίσης: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Ο τουρισμός στους Δήμους στο Money Show (ΦΩΤΟ)
- Για να μαθαίνετε πάντα όλα τα νέα, κάντε like στη σελίδα μας olanea.gr