Ήθελε, λέει, να ‘ναι λεύτερος! Σκοτώστε τον! (του Μάρκου Μπόλαρη)
– Κυρά Χρυσούλα , φώναξε στα πνιχτά .
– Κυρά Χρυσούλα !
Σήκωσε το κεφάλι η κυρά .
Στηρίχτηκε πάνω στο στυλιάρι της τσάπας.
Σκάλιζε στον μπαχτσέ, ξεβοτάνιζε .
Έσυρε την ματιά ένα γύρω.
Δεν έβλεπε κανέναν.
– Θα παράκουσα , σιγομουρμούρισε.
Κι όταν ξανά σήκωσε την σκελίδα να συνεχίσει τα μπαχτσεβαντζίδικα, ξανακούει πνιχτή μιά φωνή .
– Καπετάνισσα , ο Γιάννης είμαι απ’ το Γάζωρο. Δούλευε κι άκουγε . Κρυμμένος είμαι να μη μας διούνε ρουφιάνοι.
– Τι τρέχει, Γιάννη ; Τι συμβαίνει ;
– Η Οργάνωση !
– Τι έγινε με την οργάνωση ;
– Τι να σου πώ ;
Πώς να σ’ το πώ ;
– Λέγε , Γιάννη ! Ότι κι άν είναι , μίλα !
Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια !
Λέγε, μη σκιάζεσαι !
– Κυρά Χρυσούλα , ….
– Μη με σκάς !
Μίλα στην ευχή σου !
Τι τρέχει ;
Βαθιά ανάσα πήρε ο Γίαννης, της ξαδέλφης της Ελέενγς ο γιός , νιούτσικος, έμορφος, κατσαρομάλλης , αδύναμος σαν όλα τα παιδιά της κατοχής , στα δεκάεπτά του, ίσα που πατούσε στα δεκαοκτώ , από τα δεκαπέντε του σύνδεσμος της Αντίστασης, βαθιά ανάσα πήρε και σαν να ξεφούσκωνε , ξεφώνησε μονομιάς:
– Πήραν απόφαση το βράδυ , σήμερα το βράδυ,
να τον σκοτώσωουν !
– Ποιόν ;
– Τον Καπετάνιο !
– Ποιός ;
– Η Οργάνωση !
– Γιατί ;
– Δέν ξέρω !
– Πού τό’μαθες ;
– Τους άκουσα που το λέγαν !
– Πότε ;
– Πριν από λίγο ! Έτρεξα να σ@το προλάβω !
– Μωρέ, Γιάννη, σίγουρος είσαι ;
Τον Φρούραρχο , μωρέ, των Σερρών θα σκοτώσουν ;
– Καπετάνισσα, τους άκουσα με τ’ αυτιά μου !
Δεν κατάλαβαν πώς ήμουν στο κατώγι και μιλούσαν χωρίς προφύλαξη ! Έτρεξα να στο πώ !
– Γιάννη, φύγε απ’ τους μπαξέδες να μη σε διούν !
Σε ευχαριστώ πολύ ! Πρόσεχε ! Φύγε για το χωριό !
Σταμάτησε το ξεβοτάνισμα.
Πήγε στο καλύβι και φώναξε μέσα τον μεσαίο απ’ τους γιούς της.
– Ηλία , θα πετάξεις σα πουλί και θα Πάσχος στον πατέρα σου ! Είναι στον καφενέ ! Πεις του στ’ αφτί , πώς ότι κι εάν κάνει, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου να έρθει μαζί σου στο σπίτι ! Αμέσως ! Θα αφήσει τα χαρτιά που κρατά πάνω στο τραπέζι και θα έρθετε !
Χωρίς καμμιά καθυστέρηση
Κατάλαβες ! Ζωής ή θανάτου !
Πέταξε σαν πουλί ο γιός , αυτός που μου τα διηγήθηκε όλα τούτα , πέταξε ,πήγε το μήνυμα, κι ο έμπειρος άντρας της Κυρά Χρυσούλας κατάλαβε το επείγον από το δραματικό μήνυμα.
Με αργές κινήσεις που μόνον πανικό δεν πρόδιδαν, ζήτησε συγγνώμη απλό τους συμπαίχτες του, πλήρωσε στον καφετζή την υποχρέωση και τον καφέ, έστειλε τον γιό να φύγει μπροστά κι αυτός ατάραχος, πολεμιστής μαθημένος στον κίνδυνο, περπάτησε απ’ τον κεντρικό δρόμο των Σερρών, να τον βλέπει η αγόρια κι οι μαχαζάτορες, να καλησπερίζει γνωστούς και φίλους , να περάσει μπροστά απ’ το Διοικητήριο, που η οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλιπε ως υποδομή στην πόλη, επίσημο κτίριο που πρέπει της πόλης, κι έφτασε στο σπίτι .
– Επιτέλους , φώναξε συγκρατημένα η Κυρά Χρυσούλα !
– Τι συμβαίνει, Χρυσούλα ;
– Μάλλον εσύ πρέπει να μου πείσμα τι έγινε !
Πρίν από λίγο ήρθε το Γιαννιώ της Ελένης, της ξαδέλφης μου απ’ το Γάζωρο και μου είπε πώς η Οργάνωση συνεδρίασε κι αποφάσισαν να σε σκοτώσουν σήμερα το βράδυ ! Τι τόσο τρομερό έγινε ;
Έξυσε το κεφάλι του ο καπετάνιος .
Δεν μίλαγε .
Την κοίταγε στα μάτια και δεν μίλαγε .
– Μάρκο, δεν μιλάς ;
Τέσσερα χρόνια πολεμούσες στα βουνά κυνηγώντας Γερμανούς και Βουλγάρους , τέσσερα χρόνια μόνη μου εδώ πάλευα να αναστήσω τρία παιδιά και να φροντίσω τους γέρους γονιούς μου !
Δεν έχουμε καιρό !
Τι τρέχει !
Θα μου πείς ;
– Θα σου πώ !
Όλα θα στα πώ !
Μα πρώτα να σιάξουμε το κρησφύγετο !
Το βράδυ , δεν προλαβαίνουμε να φύγουμε τέτοια ώρα, θα μας δούν, θα παρακολουθούν , το βράδυ θα κρυφτούμε εκεί ! Κι εγώ και τα παιδιά ! Θα ξεκινήσουμε τρείς ώρες πριν να χαράξει για τη Σαλονίκη. Θα τους κρύψω και κρυφτώ !
Πήγαινε τώρα να ετοιμάσεις.
Αυτοί θα καταφτάσουν μόλις σουρουπώσει.
Θα τους πείς ότι κάπου θα καθυστέρησα παίζοντας χαρτιά , μπορεί σε καφενέ μπορεί και σε λέσχη !
Στείλε τους να ξαμοληθούν να με ψάχνουν !
Θα ξαναρθόυν δυό τρείς φορές .
Θα έχουν καρτέρι στο δρόμο .
Τα μεσάνυχτα κι ύστερα θα αποσυρθούν.
– Μετά από τόσα χρόνια στα χιόνια και στα βουνά, στην πείνα και την δίψα, μετά από τόσες μάχες και κινδύνους , τόσους βουλγάρους και Γερμανούς σκοτωμένους , έπρεπε να γίνεις με την απελευθέρωση Φρούραρχος των Σερρών για να γυρεύουν να σε φάνε ύπουλα ;
Πραγματικά δεν το χωρά ο νούς μου !
Πάω να σκάσω από θυμό μου !
Θα μου πείς τι στην οργή έγινε ;
– Μόλις τα σιάξουμε όλα , θα έχουμε τον χρόνο !
Θα σου τα πώ όλα !
Να ντρέπονται πρέπει !
Οι καυμένοι τυφλωμένοι είναι !
Τυφλωμένοι από μίσος !
Στραβωμένοι από κομματικές εντολές και πολιτικά τάχατες συμφέροντα του λαού , που όμως δεν ξέρει τι τον συμφέρει !
Έλα , απλά να μανταλώσεις το κρησφύγετο, αφού μπώ μέσα ! Μη νοιάζεσαι ! Ούτε οι Βούλγαροι κατάφεραν να το βρούν ούτε οι Γερμανοί ! Ούτε αυτοί θα μπορείσουν να το ανακαλύψουν !
Σουρούπωνε !
Φθινόπωρο κι η μέρα έφθινε !
Νύχτωνε νωρίς !
Ίσα που πρόλαβαν !
Σε λίγο στην ξώπορτα ένας κομματικός απεσταλμένος .
– Συντρόφισσα !
Συντρόφισσα Χρυσούλα !
Κατά πώς είχε ορμηνευτεί χειρίστηκε την υπόθεση η κυρά Χρυσούλα στους καφενέςες και στις χαρτοπαιχτικές λέσχες τους ξαπόστειλα .
Ξανάρθε , παλιν και πάλιν .
Την τριτη φορά ήρθαν απροσχημάτιστα !
Ήταν πέντε , οι δυό μείναν έξω με τα όπλα προτεταμένα κι οι λοιποί τρείς ένοπλοι έψαξαν το σπίτι !
Τα προσχήματα είχαν καταρρεύσει !
Νυχτερινή έφοδος με όπλα κι εξονυχιστικός έλεγχος του σπιτιού εκείνες τις μέρες σήμαινε μόνον ένα πράγμα ! Αλοίμονον !
Δεν τον βρήκαν !
Ξαμολύθηκαν σε έρευνες σ’ όλη την πόλη !
Άκαρπες !
Γύρω στις πέντε , όταν μόνον η Πούλιο κι ο Αυγερινός φώτιζαν τον νυχτερινό ουρανό, τέσσερις σκιές , πατέρας κι οι τρείς έφηβοι γιοί , κινήθηκαν μέσα από τους οπωρώνες, δίπλα απ’ τους μικρασιάτικους μαχαλάδες των προσφύγων και λίγο πριν την ανατολή του ήλιου διάβηκαν τα νερά του Στρυμόνα. Κινήθηκαν με την εμπειρία του παλιού πολεμιστή προφυλαγμένοι έτσι ώστε να μην κινούν την υποψία των χωρικών που δούλευαν στον κάμπο, κινήθηκαν προσεκτικά και σε τέτοιες αποστάσεις ώστε κανείς να μην τους αναγνωρίσει και ρουφιανέψει.
Το βράδυ διανυκτέρεψαν στο βουνό, στην ασφάλειας λεία του δάσους, πάνω από την Νιγρίτα στο παλιό δρόμο που πηγαίνει στον Σώχο.
Άναβαν την φωτιά σε μέρος που να μην μαρτυρείται η παρουσία τους , έφαγαν ότι η νοικοκυρά μάννα είχε ετοιμάσει για την τριήμερη πορεία τους μέχρι την θεσσαλονίκη κι ύστερα , ακούσαν την απρόσμενη εξέλιξη της προηγούμενης μέρας , αυτής που μετάτρεψε τον φρούραρχο σε θήραμα και τον περήφανο απελευθερωτή της πόλης , μετά από τα αλβανικά βουνά και την αντίσταση στα σερραϊκά όρη, σε κυνηγημένο πάλιν αγρίμι καταδιωκόμενο τώρα όχι από ξένους κατακτητές ή συνεργάτες τους, αλλά από τους ίδιους τους συμπολεμιστές του !
Όχι αυτός δεν τους είχε προσφωνήσει ως συντρόφους ποτέ , όχι αυτός δεν έγινε μέλος του Κόμματος ποτέ , όχι αυτός δεν κάθισε ποτέ να ακούσει τα μαθήματα της μαρξιστικής – κομμουνιστικής καθοδήγησης ! Ο πιό έμπειρος πολεμιστής της αντιστασιακής Μεραρχίας ήταν , αφού κι αντάρτης από μικρός στο Μακεδονικό Αγώνα πολέμησε και στους δυό Βαλκανικούς Πολέμους πήρε μέρος και στον Α’ Παγκόσμιο πολέμησε και στην Μικρασιατική Εκστρατεία διακρίθηκε και γλύτωσε απ’ του χάρου τα δόντια , και στο Β’ Παγκόσμιο εθελοντής κατατάχτηκε και στις δύσκολες μάχες της Τρεμπεσίνας με τους Κρήτες ήταν παρών, ο πιό έμπειρος του στρατιωτικού σχηματισμού ήταν κι είχε το θάρρος , άλλοι λένε το θράσος, να διακηρύττει ότι αυτός ήταν Βενιζελικός , φιλελεύθερος δημοκράτης , ότι αυτός ήταν στο βουνό για να πολεμήσει τους κατακυητές κι όχι για να προετοιμάσει Κουμμουνιστικό Επανάσταση ! Πάνω στο βουνό αυτά τα τρισήμιση χρόνια της αντίστασης όλα τούτα ήταν σεβαστά !
Ναι, αλλά,
χτές το πρωί στο φρουραρχείο των Σερρών, αφού τακτοποίησε τις επείγουσες υποχρεώσεις , μιά φωνή από το κρατητήριο που ήταν στο υπόγειο έφτασε στα αφτιά του :
– Καπετάν Μάρκο !
Ε ! Καπετάν Μάρκο !
Φώναξε τον φρουρό .
– Ποιός φωνάζει ;
– Ένας κρατούμενος . Τον έφεραν χτές το βράδυ.
– Τι θέλει ;
– Να σε δεί !
– Φέρτε τον !
Φέραν στο γραφείο τον κρατούμενο !
Έπεσε στα γόνατα !
– Καπετάνιε !
Ο Μήτσος είμαι απ’ το Κατακονόζι !
Δυό χρόνια ανεβοκατέβαινα στο βουνό να φέρω και να πάρω μηνύματα !
Δυό χρόνια έπαιζα το κεφάλι μου κάθε μέρα κορώνα γράμματα !
Κάθε μέρα και σύ είσαι ο καλύτερος μάρτυρας γιαυτό !
Και δικά σου μηνύματα μετέφερα κι όλης της μονάδας !
Κι αφού απελευθερώθηκαν τα Σέρρας,
να , ρουφιάνοι και σπιούνοι,
βρήκαν πρόθυμα αφτιά να τους ακούσουν, ότι τάχα ήμουν καταδότης !
Πες μου , καπετάνιε, πόσα χρόνια με εμπιστευόσαστε ;
Πές τους, καπετάνιε, πόσα χρόνια κουβαλούσα μηνύματα κι εφόδια !
Με κομμένη την αναπνοή όλη η φρουρά !
Τον ξέρουν όλοι τον Μήτσο απ’ το Κατακονόζι !
Ξέρουν ότι ήταν ο σύνδεσμος !
Μα, τι τα θές , τι τα γυρεύεις !
Τον ρουφιάνεψαν !
Ας βρείτε άκρη μόνος του !
Δύσκολοι καιροί για να πας κόντρα στην καθοδήγηση .
Αυτοί τώρα κουμαντάρουν τα Σέρρας !
Μη μιλάτε , μην μας κατηγορήσουν κι εμάς για συνεργάτες του σπιούνου !
Μα είναι σπιούνος ;
Πότε έγινε ;
Δικός μας ήταν !
Έμπιστος ! Σύνδεσμος !
Μηνύματα ανέβαζε , μηνύματα κατέβαζε !
Ποτές δεν ξαστόχησε !
Ναι, αλλά τον κατηγορούν !
Λές να έχουν δίκαιο ;
Δίκαιο ; Τι δίκαιο ;
Δικός μας είναι δεν τον ξέρουμε ;
Μας πρόδωσε ποτές ;
Ναι , αλλά …
Άστο, μην μιλάς !
Άστο μην μπλέκεις !
Με κομμένη αναπνοή οι φρουροί , όλοι τους πρώην αντάρτες , όλοι τους πρώην μαχητές της αντίστασης !
Το βλέμμα στρέφουν στον φρούραρχο, στον Καπετάνιο , στον πιό έμπειρο , στον ανυπότακτο !
Τον κοιτάζει τούτος στα μάτια !
Τον ικέτη !
– Λύστε τον !
– Βγάλτε του τις χειροπέδες , προστάζει !
– Εγώ εγγυούμαι για τον Μήτσο , για την ντομπροσύνη του , για την παλικαριά του !
– Εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη !
Μήτσο, πάνε σπίτι σου !
Εμείς εδώ όλοι ξέρουμε ποιός είσαι !
Του φίλησε τα χέρια και κατέβηκε ροβολώντας τις σκάλες !
Τον έσωσε ο φρούραρχος ! Η δικαιοσύνη του !
Η παλικαριά του !
Έφυγε ο Μήτσος σα κυνηγημένος τρέχοντας για το Κατακονόζι , γλύτωσε να το πάει στο σπίτι, στην οικογένειας του , τον απελευθέρωσε ο φρούραρχος, δεν ήταν σπιούνος , εγγυήθηκε ο φρούραρχος !
Γλύτωσε !
Έφυγε στο κατόπι κι ο φρούραρχος να φάει κάτι και να παίξει ένα χαρτί , που ήταν η αγαπημένη του συνήθεια ! Ξοπίσω τους έφυγε κι ο εγκάθετος του κόμματος στο φρουραρχείο , τροχάδην έφυγε για να ενημερώσει την καθοδήγηση για την απόλυση του κρατουμένου !
Κι ύστερα , ενώ ο φρούραρχος χαρτοέπαιζε αμέριμνος , τούτοι συμβούλιο εποιήσαντο και αποφάσισαν όπως απωλέσωσιν αυτόν !
Ευτυχώς και κρυφάκουσε ο Γιάννης, το Γιαννιώ από το Γάζωρο κι έσπευσε !
Σηκώθηκε ο καπετάνιος για να βάλει ξύλα στη φωτιά . Η οκτωβριάτικη βραδιά στη χαράδρα του βουνού ήταν κρύα ! Οι τρεις έφηβοι γιοί του ήταν αποσβολωμένοι από τις εξελίξεις !
Δεν ήταν μόνο η υγρασία του βουνού που πηρούνιαζε τα κορμιά τους , δεν ήταν μόνον το κρύο που τους ταλαιπωρούσε, ήταν πιότερο, η άλλη υγρασία της αθλιότητας που καμάκωνε τις καρδιές τους , θανατερή , κι ήταν η μέσα παγωνιά που σερνόταν κρύα σαν φίδι στις ψυχές τους , προμήνυμα και προειδοποίηση του αδερφοκτόνου σπαραγμού που θα ξεκινούσε σε λίγους μήνες , σπαραγμού που πρωτοστάτησαν οι αδερφοφάδες , κατά πώς εύστοχα ο Νίκος ο Καζαντζάκης κατήγγειλε !
Περπάτησαν και τις δυό επόμενες μέρες !
Όταν μπήκαν στη Σαλονίκη σταματήσαν σ’ ένα φούρνο λίγο φρέσκο κι ψωμί να βάλουν στο στόμα τους . Τον μεγάλο κίνδυνο τον είχαν γλιτώσει.
Τότες , γύρισε ο πατέρας και τους είπε :
– Τον είχαμε ξανακάνει τούτο τον δρόμο , παλικάρια, όταν μπήκαν στα Σέρρας οι Βούλγαροι !
Όταν άρχισε η μαυρίλα της κατοχής !
Όταν σας έκρυψα στη Θεσσαλονίκη πριν βγώ στην Αντίσταση .
Κι ύστερα στο βουνό,πολέμησα, , πολεμήσαμε τρία και χρόνια στην Αντίσταση μέχρι να ‘ρθη η ώρα της απελευθέρωσης !
Ήρθε !
Και ….
Και τώρα …
Και τώρα να …
Χριστέ μου…
Ξανά ….
Μόνον που τώρα …
Κυνηγημένοι απ’ τους δικούς μας !
Θεός φυλάξει !
Όντως , ξημέρωναν δύσκολες εποχές !
Αδερφοφάδες , κυριάρχησαν !
Ένθεν κακείθεν !
Με ξένη υποκίνηση και για αλλότρια συμφέροντα αλληλοσφαχτήκαμε !
Χάσαμε νιάτα, προσωπικότητες, μυαλά, πόρους, εδάφη, χρόνια, ευκαιρίες, αναπτυξη, ανθρώπους, ανθρωπιά , δημοκρατία , ….
Την εμπειρία τουλάχιστον, την επίγνωση, έστω άς κρατήσουμε , τούτη τουλάχιστον ας την διδάξουμε στα παιδιά !
Τούτες τις ώρες, που το κακό κορυφώνεται στην Μέση Ανατολή , τούτη την ώρα που ξένα υπέρτερα συμφέροντα επικαθορίζουν τις τύχες και τις ζωές των μικρών , των αδύναμων, των ασήμαντων, καλών κι ανθρώπων !
Έγνοια μας !
Φανερός ότι
Ξημερώνουν πάλιν δύσκολοι καιροί !
*Ο Μάρκος Μπόλαρης είναι πρώην υπουργός και βουλευτής.
Ήθελε, λέει, να ‘ναι λεύτερος! Σκοτώστε τον! (του Μάρκου Μπόλαρη)
-
Για να μαθαίνετε πάντα όλα τα νέα, κάντε like στη σελίδα μας olanea.gr