Φώτα Ολόφωτα (του Μάρκου Μπόλαρη)
Είχε εγκαταλειφθεί το χωριό.
Μετά τον εμφύλιο, κυβερνητική προτροπή, οι κάτοικοι, μερακλήδες και δουλευτές κτηνοτρόφοι όλοι τους, ξήλωσαν πόρτες και παράθυρα, σκεπές και κεραμίδια, πατώματα και ξυλοδοκούς, αφήσαν τα όμορφα πετρόχτιστα παλιά σπίτια των πατεράδων τους, στην αγκαλιά του Μενοίκιου, μόνον με την τοιχοποιία , τ’ άφησαν να χάσκουν με αδειανά τα πορτοπαράθυρα σαν τις νεκροκεφαλές του κοιμητηρίου και μετακόμισαν πιο κάτω στα όρια του κάμπου για νά ‘ναι πιό κοντά στην πόλη και στον πολιτισμό.
Δεν είχα ξανά ιδεί τέτοιο χωριό!
Ερείπια όχι από τον χρόνο , ούτε από βομβαρδισμό, μήτε από σεισμό , αλλά από οργανωμένη εγκατάλειψη, συντεταγμένη μετακόμιση !
Σφίχτηκε η ψυχή μας!
Όμορφα πετρόσπιτα , καλοδουλεμένες πέτρες, φαινόταν η επιμελημένη μαστοριά των πετράδων, η έγνοια των χτιστάδων που με το σφυρί και το καλέμι διαλέξαν από το βουνό πέτρες κι αγκωνάρια γία να ανεγείρουν στέρεα αρχοντόσπιτα σε τούτη την φιλόξενη αγκάλη του βουνού που κοιτάει τον νοτιά, στεκόντουσαν όρθια , δεκαετίες μετά την εγκατάλειψη, μου φάνηκε πώς στράφηκαν και μας κοίταζαν με εκείνα τα άδεια μάτια , τα κενά πορτοπαραθύρια, κι είχε τούτο το κενό βλέμμα τους, ίσως, είχε το πιό ισχυρό παράπονο γιά την άδικη λαφυραγώγηση τους, κι ίσως πάλιν, να είχε μιά σπίθα κρυμμένη, λές άραγες, μιά σπίθα κρυμμένη στις στάχτες, προσμονής κι απαντοχής σπίθα πώς , ίσως, στο μέλλον, εμείς αντέχουμε , να ξαναγυρίσουν, αυτοί ή και τα παιδιά τους …
Ποιός ξέρει ;
Τ’ ανθρώπινα κύκλους κάνουν!
Έσιαξα την κουκούλα από το αδιάβροχο, δυνάμωσε το χιονόνερο,γύριζε σε χιόνι, Χιονοχώρι το χωριό, πάμε , προέτρεψε ο πατέρας .
Μα ας πιάσουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Θεοφάνεια είχαν ξημερώσει!
Σήμερα τα Φώτα κι οι Φωτισμοί και χαρά μεγάλη και αγιασμοί!
Αχάραγα είχαμε πάρει το αρχαίο μονοπάτι για το Πατριαρχικό Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, στη Λειτουργία την λαμπρή της Θείας Επιφάνειας συμμετείχαμε , και το Πνεύμα εν είσαι περιστεράς εβεβαίου του Λόγου το ασφαλές, στον αγιασμό των υδάτων παραβρεθήκαμε, ο Καθηγούμενος στην μολυβδοσκέπαστη κομψή φιάλη στο κέντρο της μοναστηριακής αυλής ευλόγησε κι αγίασε τα ύδατα και τους μετέχοντας, νάματα ιορδάνεια, Φώτα Ολόφωτα, καταπώς έγραφε κι ο κυρ Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης, που σαν σήμερα , ψάλλοντας ταπεινή τη φωνή , το προδρόμειον δοξαστικό, «Την χείρα Σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφή του Δεσπότου…» παρέδωσε το πνεύμα του εις χείρας του Παλαιού των Ημερών, Άγιος των Γραμμάτων, καθαυτό Άγιος ο κυρ Αλέξανδρος, μυρίζων και ευωδιάζων αμαράντοις άνθεσι , αμή και αγιάζων, με την απαράμιλλη γραφίδα του και την οσιακή βιοτή του, την Σκιάθο, την Αθήνα, την Ελλάδα, την οικουμένη, οι ορειβάτες, μέλη και φίλοι του Ορειβατικού Συλλόγου Σερρών τσαλαβούτησαν στα αγιασμένα νερά στη φιάλη γιά να πιάσουν τον Σταυρό , ευλογία και γάρ στο σπιτικό, κεραστήκαμε επισήμως στο αρχονταρίκι της παλαιφάτου Μονής που καυχάται γιά την ευλογία του εν Αγίοις Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου του Σχολαρίου, του πρώτου της εν αιχμαλωσία Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Πατριάρχου, ο οποίος εμόνασε και ασκήθηκε και συνέγραψε και εκοιμήθη οσιακώς σ’ αυτήν και ετάφη στην Λητή του Καθολικού της, κεραστήκαμε και ζεσταθήκαμε κι ετοιμαζόμαστε για επιστροφή, η μάννα μας περίμενε, χοιρινό πρασοσέλινο, κατά το έθος, όπως το παρέλαβε από την συγχωρεμένη την γιαγιά, με αυγολέμονο, όταν ο πατέρας μας πρότεινε αλλαγή του δρομολογίου, να πιάσουμε , είπε, το πλάι – πλάι την ανατολική πλαγιά της ρεματιάς, αφού διαβούμε το ποτάμι στην καμαρόχτιστη γέφυρα στο βάθος κάτω από το Μοναστήρι, και σε λιγότερο από μιά ώρα θα είμαστε στο Χιονοχώρι , θα πιούμε νερό από το αρχαίο πηγάδι, ίσως μπορέσουμε να ανάψουμε ένα κεράκι στους Άγιους κτήτορες και θα κατηφορίσουμε μετά , εύκολη δουλειά, στη Ντερβέσιαν’ ή στο Σουμπάσκιοι, το αγοραίον μετά και γραμμή στο σπίτι.
Ενθουσιασμός , αφού δεν είχαμε ξαναεπισκεφτεί το Χιονοχώρι, τα ραβδιά στο χέρι, σκούφους πλεκτούς της μάννας στο κεφάλι, γάντια στα χέρια, και να ‘μαστε οδεύοντας στο αρχαίο μονοπάτι που συνδέει το Μοναστήρι με τα χωριά στα ανατολικά , χαρήκαμε την θέα της Μονής από την απέναντι πλαγιά, και μπήκαμε στη λόχμη, πουρνάρια κι αγκαθιές, καλντερίμι παλιό , κέδροι κι αγριελιές, δάφνες και ρείκια , στο βάθος ο ρόχθος ακούγεται υπόκωφα του καταρράκτη, πίνακας ζωγραφικής απέναντι μας , πύργοι και καμπαναριά, τρούλοι μολυβοσκέπαστοι και τρούλοι με πλακοσκεπή, οχυρώσεις και πύλες, πύλες και παραπόρτια, το Καθολικό και τα παρεκκλήσια, χαγιάτια και αξάτες, κυπαρίσσια κι ελαιώνες, θεόρατοι πλάτανοι και κληματαριές, μπαχτσέδες και κοιμητήρι, εξοχόσπιτα και παραρτήματα, καφενέδες και σταύλοι, κισσοί επίμονοι και βράχοι, γιοφύρια και υποστατικά, καλογέροι και προσκυνητές, ζωγραφική πρόκληση το Μοναστήρι, αμή και φωτογραφική πρόκληση, πρόκληση ωραιότητας, κι ύστερα δυό τσομπανόσκυλα μας μυρίστηκαν και γάβγισαν, δεν ζύγωσαν, η βέργα της κρανιάς έχει προειδοποιητική απωθητική ισχύ, ακούστηκαν τα κουδούνια των κριών και των τράγων, κοντά μας το κοπάδι, δεν το βλέπαμε, το χιονόνερο δυναμώνει, τα αδιάβροχα φορέσαμε , προσεχτικοί τώρα στο καλντερίμι, γλιστρούν οι βράχοι, το κρύο σφίγγει, γύρισε χιονιάς ο καιρός, έκλεισε ο ορίζοντας , χάθηκε ο κάμπος που βλέπαμε στο βάθος, στις ώρες αυτές ο πατέρας έπιανε το τραγούδι, να αλλάξει το κλίμα, σιγοτραγουδούσαμε και εμείς, βγήκαμε από το πλάι της χαράδρας , κοντεύουμε , είχε μεσημεριάσει , περασμένες δώδεκα είδαμε το Χιονοχώρι.
Τα άδεια μάτια των πετρόχτιστων σπιτιών θυμούμαι ακόμη , την ένταση που μπορεί να έχει η ματιά ενός νεκρού, κι άς είναι σπίτι, μπαίναμε στο χωριό κι είχα την εντύπωση , είχα ένα κρυφό φόβο πώς δεκάδες , μπορεί κι εκατοντάδες μάτια , άδεια , τις να βλέπουν , κενά μάτια θαρρώ μας παρακολουθούσαν, τα μάτια της θλίψης ή μήπως και της ανομολόγητης προσμονής των εγκαταλελειμένων σπιτιών, μάτια , το χιονόνερο δυνάμωσε , έσφιξε, έσφιξε πιότερο, άσπρισε, τράπηκε σε χιόνι, πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, είπε ο πατέρας, ένα κεράκι στο σπήλαιο που ασκήτεψαν οι Κτήτορες του Μοναστηριού του Προδρόμου, απ’ εδώ ξεκίνησαν, τότες δεν υπήρχε χωριό εδώ, όταν είδαμε από ένα σπιτάκι , κρασί απ’ την εκκλησιά να βγαίνει καπνός!
Παρηγοριά είναι ο καπνός μέσα στην παγωνιά, στον χιονιά, στην ερημιά ενός ερειπιωμένου χωριού, παρηγοριά ιδιαίτερα όταν σε κοιτάζουν άδεια μάτια,
φτάσαμε , η εκκλησιά κλειδωμένη, μιά αγία γυναίκα , μιά ηλικιωμένη νεωκόρος εμφανίστηκε, γερμένη από το βάρος των χρόνων, γερμένη με το κλειδί στο χέρι, εμείς, παιδί μου, δεν φύγαμε, εμείς εδώ μείναμε , εδώ μένουμε με τους Αγίους, ξεκλείδωσε την βαρειά ξυλόπορτα της εκκλησιάς και εισήλθαμε …
Είχε ζεστασιά η εκκλησιά , ήταν αναμμένη το πρωί η ξυλόσομπα στο κέντρο της, είχαν τελέσει την Ακολουθία οι ευλαβείς των Θεοφανείων, ευώδιαζε ο Ναός των Αγίων Αναργύρων από το θυμίαμα, θυσία αινέσεως, κι ήταν όμορφοστρωμένη η παλιά τούτη εκκλησιά , χτισμένη θαρρώ στην σημερινή της μορφή στα 1863, άρα μετά την έκδοση του Χάτ ι χουμαγιούν , του σουλτανικού φιρμανίου του 1856, μετά τον Κριμαικό Πόλεμο, που αναγνώρισε πανηγυρικά τα μιλέτια, όμορφοστρωμένη στο εσωτερικό η εκκλησιά με πλουμιστές βλάχικες χειροποίητες βελέντζες, ήταν μιά καταφυγή η εκκλησία, μιά απρόσμενη θαλπωρή , αναμμένα τα ασημοκάντηλα στο τέμπλο, η εικόνα των Θεοφανείων στο προσκυνητάρι, εν τω Ναώ εστώτες της δόξης Σου εν ουρανώ εστάναι νομίζωμεν, ξεκλείδωσε η ευλαβής γερόντισσα και την ξώπορτα του σπηλαίου των Κτητόρων, ένα κεράκι, εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις, και στο Χιονοχώρι το ίδιο, εν μέσω χειμώνος, κι έξω χιονίζει , θυσία αγαλλιάσεως, ένα καφέ παιδάκι μου, η γριά εκκλησάρισσα, ένα τσάι βουνίσιο, γιά τα παιδιά, εγώ το μάζωξα τον Γιούνη, εδώ από πάνω , στις κορφές φυτρώνει, στην ανατολική μπάντα του Μπόζ Νταγ, από μικρή το μαζεύω , ελάτε να ζεσταθείτε, να τονωθείτε, κι ύστερα, την ευχή του Χριστού να ‘χετε, αγιάσαν και τα νερά σήμερα, σε μιάν ώρα, κατήφορος είναι , μα χιονίζει, να προσέχετε, και το χιόνι άγιασε σήμερα, σε μιά ώρα και λιγότερο στη Ντερβέσιαν’ θα ‘στε!
Έφεγγαν τα καντήλια στο τέμπλο , έφεγγε το ασήμι στο φωτοστέφανο του Χριστού, του αγιάσαντος τα ύδατα , έφεγγε το πρόσωπο της γερόντισσας, μιά ζωή κτηνοτρόφος , μιά ζωή τυροκόμος, μιά ζωή υφάντρα νοικοκυρά, απ’ τα χέρια της οι βελέντζες, έφεγγε το πρόσωπό της, αυτή αρνήθηκε να εγκαταλείπει τα πατρογονικά της, καταφυγή της η εκκλησιά , α ! αξέχαστη η ορειβασία τούτη την μέρα των Θεοφανείων , ανοίξαν οι ουρανοί , και ιδού , Φώτα Ολόφωτα , κατά πώς ο μαίστωρ της γλώσσας μας ο κυρ Αλέξανδρος περιγράφοντας το πάθος του βαρκάρη του Πλαντάρη και τα πάθη της μάννας του , της Πλανταρούς, μας κατέλιπεν!
Όργανο κρατάει , κερί κρατεί …
Καλαντιστές των Φώτων!
Σπολάτη , αδέρφια!
Φώτα Ολόφωτα!
Φώτα Ολόφωτα (του Μάρκου Μπόλαρη)
Δείτε επίσης: META MAGAZINO: Διαβάστε το νέο τεύχος
- Για να μαθαίνετε πάντα όλα τα νέα, κάντε like στη σελίδα μας olanea.gr