fbpx
4.1 C
Serres
Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, 2024
No menu items!

ΑρχικήSTORIESΤων καλικαντζαραίων … (του Μάρκου Μπόλαρη)

Των καλικαντζαραίων … (του Μάρκου Μπόλαρη)

Των καλικαντζαραίων … (του Μάρκου Μπόλαρη)

Ένα μουλάρι καστανό χρώμα κι ένα , το δεύτερο , σκούρο μολυβί χρώμα , το ένα ζώο κατά πόδι απ’ τ’ άλλο, φτάξανε στην πύλη πού ‘χει το χάνι, οι πελάτες που έπιναν τον πρωινό καφέ τους σήκωσαν τα κεφάλια , ναί ήταν όμορφα ζώα, ναί ήταν μερακλήδικες οι σέλες των ζώων από επιδέξιο χέρι μάστορη σαμαρά, σταμάτησε η μικρή συνοδεία στην πύλη, μαθημένοι τόσους χρόνους οι ημίονοι στην ίδια διαδρομή, από το αρχαίο Μοναστήρι του Προδρόμου στο Μενοίκιο όρος ίσαμε την πλατεία , τα Ταμπάχανα , όπως τότες τα λέγαν, Ταμπάχανα είναι τούρκικη λέξη, η γειτονιά είναι που υπάρχουν τα Ταμπάκικα, ήγουν τα βυρσοδεψεία όπου η κατεργασία των δερμάτων γίνεται, φτάξανε στο χάνι και σταμάτησαν στην πύλη κι ο καλόγερος που επέβαινε στον Καστανά, τους είχε βλέπεις ονόματα των μουλαριών κατά το χρώμα τους, ο Καστανάς κι ο Αράπης, ξεπέζεψε , έπιασε τα χαλινάρια στο χέρι, μπήκε στη λιθόστρωτη διάβαση που συνέδεε την πλατεία με την αυλή του πανδοχείου, στα δεξιά ο μεγάλος καφενές στα Ταμπάχανα, στα αριστερά μαγαζί που εμπορευόταν εδώδιμα – αποικιακά , προϊόντα του κάμπου των Σερρών και πάνω από τούτο το διαβατικό, όλος ο όροφος τα δωμάτια φιλοξενίας των ταξιδευτών , παλαικό το χάνι από τους καιρούς των Οθωμανών, , διάβηκε και κινήθηκε για τον χώρο όπου οι ταγίστρες των φιλότιμων αυτών ζώων και οι ποτίστρες, ταγίστρες δίπλα στο αργαστήρι του μπάρμπα Γιώργη, το πεταλωτήριο γιά την αντικατάσταση ή την συντήρηση των πετάλων των μεγάλων ζώων που φιλοξενούνταν στο χάνι!

Είχαν περάσει τα Χριστούγεννα, μέσα στο Δωδεκάμερο είμασταν, οι καλλικαντζραίοι κι οι ξωθιές επιχειρούσαν να μαγαρίσουνε την πλάση και τους ανθρώπους με τις ζαβολιές τους, είχε τον νού του ο πατήρ Ακάκιος , του είχε επιστήσει την έγνοια κι ο Γέρο Γούμενος, τον νού σου Ακάκιε, να κάνεις τα ψώνια με την σειρά κι ύστερα καβάλα στον Καστανά και πίσω, Δεκέμβρης είναι, νωρίς νυχτώνει, λύκους, λέω, έχει όξω στο βουνό , μοναχός άνθρωπος είσαι, μην νυχτώσεις στον δρόμο, έγκαιρα να ‘ρθείς , να εσπερίσουμε μαζί και να αποσπερίσουμε, έδεσε τα μουλάρια, τα χάιδεψε στα κεφάλια τους, σχέση εμπιστοσύνης αμή και ευγνωμοσύνης είχε αναπτυχτεί μεταξύ τους, τους έβαλε κριθάρι γιά ταγή, ανανέωσε το νερό στην ποτίστρα, και βγήκε μπροστά στον καφενέ , όπου ο μπάρμπα Μιλτιάδης ρουφώντας τον ναργιλέ του, τον περίμενε , καλημέρα , Μίλτο, τα χαιρετίσματα και τις ευχές απ’ τον Άγιο Ηγούμενο, καλώς τον πάτερ Ακάκιο, ευχαριστώ γία τις ευλογίες του Αγίου, έλα κάθισε, παρήγγειλα τον γλυκύ βραστό που πίνεις, κάθισε, πίνεις τον καφέ σου και ξεκινάς για τα ψώνια, ευτυχώς σήμερα δεν έχει πολύ κρύο, δεν θα κρύωσες πολύ στην κατάβαση απ’ το Μοναστήρι , οι ελιές πως πήγαν φέτος, το βγάλατε το λάδι της χρονιάς;

Δεν καθυστέρησε, ρούφηξε τον καφέ του, έβγαλε από την τσέπη του καλογερικού ζωστικού το σημείωμα με τις υποχρεώσεις γιά τις προμήθειες, σε περιμένω το μεσημέρι, τον ξεπροβόδισε ο μπάρμπα Μίλτος, σε περιμένω πριν ξεκινήσεις για πίσω, μην φύγεις νηστικός, ένα ουζάκι για να ζεσταθείς, έτσι έκαναν πάντοτες, γνωστοί και φίλοι χρόνια, τα ψώνια προείχαν τώρα, ένα γύρο όλην αγορά έπρεπε να κάνει, Πρωτοχρονιά μαθές έρχεται κι ο Άγιος Βασίλης απ’ την Καισάρεια της Καππαδοκίας ευλογών εξήλθε κι ύστερα πάλιν τα Φώτα κι οι φωτισμοί, κι οι Αγιασμοί στην Φιάλη στο μέσον της μοναστηριακής αυλής, κι η γιορτή του Αφεντικού της Μονής, του Τιμίου Προδρόμου, βγήκε στην πλατεία κι άρχισε στο μανάβικο, στο ψαράδικο, στο καφεκοπτείο, στο ποτοποιείο, στο φούρνο κάτω από το ξενοδοχείο, στο μπακάλικο απέναντι, πιο εκεί στο ζαχαροπλαστείο, στον ράφτη για τις επιδιορθώσεις, απλός άνθρωπος, χωρίς εγκύκλιες γνώσεις, ούτε το Δημοτικό σχολείο δεν είχε τελειώσει, ο κύρης από τα μικράτα του τον πήρε μαζί του, στο μαντρί για τα ζωντανά, για την βοσκή , τετρακόσια να ‘χεις τα μάτια σου μην μας φάει ο λύκος πρόβατα, μα για το άρμεγμα, γιά την τυροκόμηση, για το συμμάζεμα της μάντρας, προχωρούσε τούτο το δεμεμβριάτικο πρωινό στα Ταμπάχανα, είχε πενηνταρίσει εδώ και χρόνια, προχωρούσε για τα εξήντα, μπαινόβγαινε στα εμπορικά, φορτωμένος ήταν με ντουρβάδες και καλάθια, επέστρεφε στο χάνι , άφηνε τα ψώνια και έβγαινε να συνεχίσει.

Είχε διαγράψει στο χαρτάκι που διά χειρός του Γέροντα καθόριζε τις υποχρεώσεις της αγοράς, ξανά έβγαινε τώρα για τρίτη ή μήπως για τέταρτη φορά , ο Θεός να τον συγχωρέσει τον πατέρα μου, και την αγροτική ζωή μου έμαθε, κι το δύσκολο όργωμα με τα φιλότιμα βόδια , και το σβάρνισμα, και το επίπονο θέρισμα και τον αλωνισμό, και τις δουλειές στον μπαχτσέ, τα ζαρζαβάτια για τα καθημερινά του σπιτιού, από τα μαρουλάκια, τα κρεμμυδάκια και τα σκορδάκια τον Μάρτη μήνα, ίσα που μπαίνει η άνοιξη, κι ύστερα τα μπιζέλια και κουκιά τέλος του Μάη κι ύστερα, αρχίζοντας το θέρος τα φασολάκια και ντομάτες, κι ο Αλωνάρης με τις μελιντζάνες και τα κολοκυθάκια, τις πιπεριές πράσινες και πιπεριές τις φλάσκες, μέχρι τα λάχανα, τα κουνουπίδια, τα πράσσα και τα καρότα, τα σπανάκια και τα ρεπάνια του χειμώνα,α!

Του τα μάθε όλα ο πατέρας του, πρίν να κάνεις αρχή σε κάθε έργο τον σταυρό σου, ευλαβής πρόσφυγας από την Μικρασία, και να που χρειάζονται τώρα όλες εκείνες οι γνώσεις, κηπουρός και γαρ του Μοναστηριού, έχει την μέριμνα για τον εφοδιασμό των λαχανικών ολοχρονίς για την μικρή Προδρομινή αδελφότητα, να που ολοκληρώνει σε λίγο τα τελευταία ψώνια της χρονιάς, γιόμισε και τούτος ο ντουρβάς, τον απόθεσε στον καφενέ, μύριζε πιά ο καφενές τηγανητή σαρδέλα και κιοφτέδες, αρχίσαν οι μεζέδες του ούζου να σερβίρονται, οι θαμώνες απολάμβαναν την ποιότητα του Σερριώτικου ούζου μετά μεζέ, παστουρμά Καιζερλή από τα χέρια που μπάρμπα Σπύρου, τεχνίτη από την Καισάρεια , σαλαμάκι σκορδάτο του αλλαντοποιείου Μαρμαρέλλη , φημισμένο, τουρσί μελιντζανάκι και πιπεράκια του Χρήτη απ’ το Τσουμπλέκ Ντέρε, τυρί κατσικίσιο απ’ τις μάντρες του Μπόζ Νταγ, καβουρμά θρακιώτικο σπιτικό, κολιό παστό κι αντσούγιες, κιοφτεδάκια τηγανητά, κι ούζο εξαιρετικής ποιότητας, μερακλίδικα πράγματα, τέλειωσαν οι υποχρεώσεις της αγοράς , κι τα τελευταία καλάθια γέμισαν, ένα ουζάκι στο χάνι, ας είναι και δυό, έχει ευλογία από τον Ηγούμενο, έχει κρύγιο στην επιστροφή στο βουνό, κατεβάζει παγωμένο αγιάζι από τις χιονισμένες κορφές του Μενοίκιου, παγωμένες πνοές από της Βροντούς τα υψίπεδα, δυό ουζάκια με σερριώτικο μεζέ είναι ότι χρειάζεται μετά τον κάματο της μέρας, δυό ουζάκια για να στεριώσουν τον οργανισμό για την ανάβαση πίσω στο Μοναστήρι , μιά μισή – δυό ώρες διαδρομή από το αρχαίο μονοπάτι, από αυτό το ίδιο που ανεβοκατέβαινε ο Εζεβών Ιωαννικιος , ο κτήτορας της Μονής ο πρώτος , από αυτό που όδευε ο Ζιχνών Ιωάννης , ανεψιός του πρώτου και δεύτερος κτήτορας γενόμενος, από αυτό το ίδιο που ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανέβαινε προσκυνητής στη Χάρι του Προδρόμου.

Όταν ήταν Στρατηγός Διοικητής των Σερρών , πριχού να γενή Αυτοκράτορας και να βασιλεύσει στην Πόλη, απ’ αυτό το ίδιο καλντερίμι που πεζοπορούσε ο εν Αγίοις Γεννάδιος ο Σχολάριος , ο πρώτος μετά την Άλωση της Βασιλίδος Πατριάρχης, ήτοι ο πρώτος Πατριάρχης της εν Αιχμαλωσία Μεγάλης Εκκλησίας , όπως έγραψε στις μέρες μας ο εμβριθής και σοφός βρετανός ιστορικός Sir Steven Runciman!

Φόρτωσε τους ντορβάδες πρώτα, τα μουλάρια είχαν ξεκουραστεί, ήταν ταγισμένα και ποτισμένα, φόρτωσε τα καλάθια ύστερα, είχε αφήσει το γειά χαρά στους καφετζήδες, είχε σφίξει το χέρι του μπάρμπα Αλέκου του λούστρου, που είχε το κασελάκια μπροστά στο χάνι κάθε μέρα για να περιποιείται τα υποδήματα των θαμώνων του καφενέ , είχε ευχαριστήσει για το τρατάρισμα τον φίλο του τον ζωέμπορο για το ούζο, ζεστάθηκε το είναι του, σηκώθηκε , έβγαλε προσεκτικά τα φορτωμένα ζώα από την πίσω αυλή, ξαναπερνώντας το λιθόστρωτο διαβατικό, καβάλησε στον Καστανά, σταυροκοπήθηκε, σήκωσε το δεξί του χέρι εις αποχαιρετισμό φίλων και γνωστών , τον αντί χαιρέτισαν με τον ίδιο τρόπο, και , πάμε , Καστανά , πάμε, Αράπη , πάμε, προέτρεψε τα ζώα, κι αυτά , ενώ ο ήλιος ακόμη καλά κρατούσε, πήραν τον δρόμο της επιστροφής!

Έσιαξε την βλάχικη κάπα στην πλάτη του, στέριωσε καλά το καλογερικό σκουφί στο κεφάλι του , μην του το πάρει ο αγέρας , τον Πατριάρχη έφερε στον νού του, τον Γεννάδιο τον Σχολάριο, κι αυτός είχε κατέβη , τότες, στα Σέρρας, μετά από παραγγελία του Πασά των Σερρών , είχε κατέβη για ένα τρίτο διάλογο με τους σοφούς του Ισλάμ, είχαν προηγηθεί δυό διάλογοι το πρώτον στην Κωνσταντινούπολη, παρόντος του Μεχμέτ του Πορθητή, διάλογοι στους οποίους ο Γεννάδιος ταπείνωσε τους συνομιλητές του με ισχύ των επιχειρημάτων του Λόγου, τον Πατριάρχη Γεννάδιο έφερε στο νού του, καθώς με την πίσω άκρη του παπουτσιού του ακούμπησε το υπογάστριο του μουλαριού για να σπεύσει στην στράτα της επιστροφής στο Μοναστήρι της μετάνοιάς του και τότες στράφηκε προς τα πίσω:

– Σας περιμένουμε τα Φώτα , γιά τον Σταυρό, φώναξε , ενώ τα μουλάρια απομακρυνόταν , στράφηκε και κοίταξε προς τα πίσω, σας περιμένουμε βρέξει – χιονίσει, τα Θεοφάνεια, τους ξανακάλεσε!

Να αγιάσουμε τα νερά ν’ αγιάσει κι ο τόπος!

– Ναι, του είπε ο Σάκης, ο καφετζής .Θα ρθούμε ! Να αγιάσουν τα νερά !
Μήπως και γλυτώσουνε από τους καλικαντζαραίους
που πριονίζουν ολοχρονίς, ολημερίς κι ολονυχτίς,
τη γής και τη ζωή μας!

Γένοιτο!

Υ.Γ. Στην φωτογραφία έφιππος ο εκλιπών Γέρων Σπυρίδων της αγιοτόκου Συνοδείας των Γερασιμαίων της Μικράς Σκήτης Αγίας Άννης – Άγιος Όρος καλλιφωνώτατος ιεροψάλτης, των Αγίων επόμενος!

*Ο Μάρκος Μπόλαρης είναι πρώην βουλευτής και υπουργός.
Των καλικαντζαραίων … (του Μάρκου Μπόλαρη)
Δείτε επίσης: META MAGAZINO: Διαβάστε το νέο τεύχος
  • Για να μαθαίνετε πάντα όλα τα νέα, κάντε like στη σελίδα μας olanea.gr

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΝΕΑ

- Advertisment -