ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ: Στα αζήτητα τα περισσότερα ακίνητα
Αγονοι καταλήγουν περίπου 8 στους 10 πλειστηριασμούς ακινήτων, γεγονός που δυσκολεύει την αποτελεσματική επίλυση του ιδιωτικού χρέους. Αυτό επισημαίνει η Επιτροπή στην έκθεση που δημοσίευσε χθες για τη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, σημειώνοντας ότι το ιδιωτικό χρέος μπορεί να έφυγε από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά συνεχίζει να αποτελεί μια σοβαρή πρόκληση για την οικονομία. Παράπλευρη συνέπεια της περιορισμένης αποτελεσματικότητας του μηχανισμού των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών είναι και η υστέρηση των στόχων που πρέπει να επιτύχουν οι εταιρείες διαχείρισης στο πλαίσιο του «Ηρακλή» και γι’ αυτό, σύμφωνα με την Επιτροπή, θα πρέπει να ληφθούν διορθωτικά μέτρα.
Με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση, το 2022 προγραμματίστηκαν 51.960 πλειστηριασμοί ακινήτων και από αυτούς πραγματοποιήθηκαν 38.869, ενώ το α΄ τρίμηνο του 2023 πραγματοποιήθηκαν 11.012 πλειστηριασμοί. Εντούτοις, το ποσοστό των άγονων πλειστηριασμών παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 78%. Η τάση αυτή διατηρήθηκε παρά τη δυνατότητα μείωσης έως 65% της τιμής πρώτης προσφοράς, με συνέπεια η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού να αποτελεί πρόκληση για την οικονομία, επισημαίνει η Επιτροπή, προτείνοντας βελτιώσεις στη διαδικασία. Πρόσθετοι παράγοντες που επιβαρύνουν την επιτυχία των δημοπρασιών είναι η έλλειψη διαθέσιμης χρηματοδότησης για πιθανούς ενδιαφερόμενους αγοραστές και η περιορισμένη ζήτηση της αγοράς για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, παρά τη σχετική βελτίωση που εμφανίζουν τα νούμερα για τη διάθεση ακινήτων μέσω πλειστηριασμών, αναφέρει η Επιτροπή.
ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ: Στα αζήτητα τα περισσότερα ακίνητα
Η απόφαση του Αρείου Πάγου, που αίρει την αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς ακινήτων, θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της επίλυσης του προβλήματος του μη εξυπηρετούμενου χρέους.
Η Επιτροπή διαπιστώνει, επίσης, ότι οι εταιρείες διαχείρισης έχουν λάβει αυξημένες πρωτοβουλίες προκειμένου να επιτύχουν σταδιακά τους στόχους για τους οποίους έχουν δεσμευθεί. Μεταξύ αυτών, είναι οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων στη δευτερογενή αγορά, που επιτρέπει την αύξηση των ταμειακών ροών για την ικανοποίηση των στόχων του «Ηρακλή». Ωστόσο, τέτοιες πωλήσεις, σημειώνει η Επιτροπή, «πραγματοποιούνται με το δυνητικό κόστος μιας χειρότερης απόδοσης στο μέλλον», χωρίς κατ’ ανάγκην να έχει προηγηθεί η αποτελεσματική διαχείριση αυτών των χαρτοφυλακίων.
«Για να βελτιωθεί η απόδοση και να αυξηθεί η αξία πώλησης των χαρτοφυλακίων, οι συναλλαγές αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν περισσότερα δάνεια που έχουν ρυθμιστεί και εξυπηρετούνται ξανά», σημειώνεται στην έκθεση, επισημαίνοντας ότι «η αποτελεσματική αναδιάρθρωση του χρέους από τις εταιρείες διαχείρισης και η αποτελεσματική λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς των κόκκινων δανείων θα αποτελέσουν κλειδί για την οικονομική απόδοση».
ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ: Στα αζήτητα τα περισσότερα ακίνητα
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, έχουν καταφέρει να μειώσουν το ποσοστό των κόκκινων δανείων στο 8,7% (στοιχεία τέλους 2022) αλλά όπως διαπιστώνει η Επιτροπή θα πρέπει να αυξήσουν τις μακροπρόθεσμες λύσεις που προσφέρουν, προκειμένου να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα των ρυθμίσεων. Ειδική αναφορά γίνεται στην έκθεση για το μέτρο «παγώματος» των επιτοκίων που υιοθέτησαν οι τράπεζες και το μέτρο επιστροφής του 50% της δόσης από την αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να αναχαιτίσουν τις επιπτώσεις στην εξυπηρέτηση δανείων από τα νοικοκυριά.
Επίσης σημαντικό, σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι να ολοκληρωθούν οι υπόλοιπες τιτλοποιήσεις που εκκρεμούν στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», προκειμένου να διατηρηθεί η φθίνουσα πορεία του ποσοστού των κόκκινων δανείων, που παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Πρόκληση, τέλος, αποτελεί η μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις μικρότερες μη συστημικές τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούν να κάνουν χρήση του «Ηρακλή». Η Επιτροπή διαπιστώνει επιπλέον την υψηλή κερδοφορία που πέτυχαν οι ελληνικές τράπεζες το 2022 ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκιακών κερδών και της αύξησης των spreads μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων, αλλά και των υψηλών χρηματοοικονομικών εσόδων.
Παρά τις θετικές τάσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η ενίσχυση των κεφαλαιακών δεικτών, οι οποίοι παραμένουν οι χαμηλότεροι μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, τη στιγμή που η ποιότητα των κεφαλαίων, λόγω του υψηλού ποσοστού αναβαλλόμενης φορολογίας, συνιστά μια μόνιμη πηγή ανησυχίας, σύμφωνα με την Επιτροπή.
-
Για να μαθαίνετε πάντα όλα τα νέα, κάντε like στη σελίδα μας olanea.gr